- ψιττακῶν
- ψιττάκηfem gen plψιττακόςparrotfem gen plψιττακόςparrotmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… … Dictionary of Greek